- μίγματος
- μίγμαmixtureneut gen sgμί̱γματος , μῖγμαneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
υπέρθλιψη — η, Ν 1. (φυσ. τεχνολ.) αύξηση τής συμπίεσης αερίου, υγρού, στερεού ή κονιορτοποιημένου σώματος, αλλ. υπερσυμπίεση 2. (αεροναυτ.) μέθοδος με την οποία επιτυγχάνεται η μεταβολή τής συμπίεσης σε κινητήρα αεροσκάφους συναρτήσει τού ύψους 3. φρ.… … Dictionary of Greek
αναδευτήρας — ο το όργανο με το οποίο γίνεται η ανακίνηση, το ανακάτεμα υγρού ή μίγματος … Dictionary of Greek
βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… … Dictionary of Greek
δέσιμο — το (Μ δέσιμον) 1. το να δένει κανείς κάτι, να συμπλέκει τα άκρα κλωστής, σκοινιού, ευλύγιστης βέργας ώστε να σχηματίσουν κόμπο 2. η σύνδεση, συσκευασία αντικειμένων ώστε να αποτελέσουν δέμα 3. συναισθηματικός δεσμός 4. (για γάμο) η ένωση 5. (για… … Dictionary of Greek
εκχύλιση — Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό… … Dictionary of Greek
ελαιοσάκχαρα — Ουσίες που λαμβάνονται με την τριβή μείγματος σακχάρου και αιθέριου ελαίου και χρησιμοποιούνται για την παρασκευή σακχαρούχων ποτών και για να διορθώσουν τη δυσάρεστη γεύση φαρμάκων. * * * τα (φαρμ.) σκευάσματα που λαμβάνονται με τριβή μίγματος… … Dictionary of Greek
επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… … Dictionary of Greek
ευτηκτοειδής — ές (φυσ. χημ.) φρ. 1. «ευτηκτοειδής μετατροπή» η αντιστρεπτή διαδικασία κατά την οποία μια στερεά φάση μετατρέπεται, υπό ορισμένη χαρακτηριστική θερμοκρασία που ονομάζεται ευτηκτοειδές σημείο, σε δύο άλλες διακεκριμένες στερεές φάσεις 2.… … Dictionary of Greek
καμινευτήρας — ο (Α καμινευτήρ, θηλ. καμινεύτρια) 1. καμινευτής*, καμινάρης 2. συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη φλόγα υψηλής θερμοκρασίας με καύση αέριου μίγματος, αλλ. καμινευτικός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμινεύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. καμπ τήρ, κρα τήρ)] … Dictionary of Greek